κλωθογυρίζω

κλωθογυρίζω
(Μ κλωθογυρίζω)
1. στριφογυρίζω, γυρίζω γύρω γύρω από κάτι
2. τριγυρνώ, περιφέρομαι («όλη την ημέρα κλωθογυρίζει στα καφενεία και στις πλατείες»)
νεοελλ.
1. περιτριγυρίζω κάποιον ή πολιορκώ κάποιον ερωτικά
2. φρ. «τά κλωθογυρίζει» — μιλά με υπεκφυγές, προσπαθεί να αποφύγει μια συζήτηση
μσν.
μεταστρέφω, αλλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλώθω + γυρίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλωθογυρίζω — κλωθογυρίζω, κλωθογύρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κλωθογυρίζω — κλωθογυρίζω,  κλωθογύρισα,  κλωθογυρισμένος 1. περιφέρομαι, στριφογυρίζω: Κακές σκέψεις κλωθογυρίζουν πάντα στο μυαλό μου. 2. περιστρέφω κάτι κλώθοντάς το, ιδιαίτερα νήμα: Κλωθογυρίζει το νήμα. 3. πολιορκώ ερωτικά, τριγυρίζω: Κλωθογυρίζει την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλωθογύρισμα — το [κλωθογυρίζώ] 1. στριφογύρισμα 2. συστροφή τών νερών ενός ποταμού 3. υπεκφυγή, προσπάθεια αποφυγής 4. περιτριγύρισμα άνδρα ή γυναίκας με ερωτικούς σκοπούς …   Dictionary of Greek

  • κλωθογύριστος — κλωθογύριστος, η, ο(ν) (Μ) [κλωθογυρίζω] μπερδεμένος, ασυνάρτητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”