- κλωθογυρίζω
- (Μ κλωθογυρίζω)1. στριφογυρίζω, γυρίζω γύρω γύρω από κάτι2. τριγυρνώ, περιφέρομαι («όλη την ημέρα κλωθογυρίζει στα καφενεία και στις πλατείες»)νεοελλ.1. περιτριγυρίζω κάποιον ή πολιορκώ κάποιον ερωτικά2. φρ. «τά κλωθογυρίζει» — μιλά με υπεκφυγές, προσπαθεί να αποφύγει μια συζήτησημσν.μεταστρέφω, αλλάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλώθω + γυρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.